- υπαρξιακός
- -ή, -ό1. που αναφέρεται στην ύπαρξη: Υπαρξιακοί φιλόσοφοι.2. το αρσ. ως ουσ., υπαρξιακός ο φιλόσοφος ή ο οπαδός του υπαρξισμού (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.