υπαρξιακός

υπαρξιακός
-ή, -ό
1. που αναφέρεται στην ύπαρξη: Υπαρξιακοί φιλόσοφοι.
2. το αρσ. ως ουσ., υπαρξιακός ο φιλόσοφος ή ο οπαδός του υπαρξισμού (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπαρξιακός — ή, ό, Ν [ύπαρξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη («υπαρξιακά προβλήματα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπαρξιακός·υπαρξιστής 3. φρ. α) «υπαρξιακή νεύρωση» (ιατρ. ψυχολ.) διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα αποξένωσης και από δυσπιστία… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • ποσοδείκτης — ο, Ν μαθημ. σύμβολο που χρησιμοποιείται στις μαθηματικές προτάσεις για την αντικατάσταση μικρών εκφράσεων, όπως λ.χ. Α, που σημαίνει «για κάθε» (καθολικός ποσοδείκτης) και Ε, που σημαίνει «υπάρχει» (υπαρξιακός ποσοδείκτης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”